- Κρισαῖος
- Κρῐσαῑος1 of Krisa Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ sc. charioteer Karrhotos P. 5.37
ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.18
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.18
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Κρισαίος — Κρισαῑος και Κιρραῑος, αία, αῑον (Α) 1. αυτός που προέρχεται ή που κατάγεται από την πόλη Κρίσα 2. αυτός που ανήκει ή έχει σχέση με την πόλη αυτή («τὴν ὑπὲρ τοῡ Κρισαίου πεδίου οἰκημένην», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Κρίσα / Κίρρα + επίθημα αῖος … Dictionary of Greek
Κρισαῖος — Κρῖσα masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρίσαιον — Κρισαῖος masc acc sg Κρισαῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρίσαιοι — Κρισαῖος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρισαίας — Κρισαί̱ᾱς , Κρῖσα fem acc pl Κρισαί̱ᾱς , Κρῖσα fem gen sg (attic doric aeolic) Κρισαίᾱς , Κρισαῖος fem acc pl Κρισαίᾱς , Κρισαῖος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρισαίων — Κρισαί̱ων , Κρῖσα fem gen pl Κρισαί̱ων , Κρῖσα masc/neut gen pl Κρισαῖος fem gen pl Κρισαῖος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρραίος — (I) κιρραῑος, αία, ον (Α) [κιρρός] κιτρινωπός, κιρρός*. (II) κιρραῑος, αία, ον (Α) βλ. κρισαίος … Dictionary of Greek
Κρισαίαις — Κρισαί̱αις , Κρῖσα fem dat pl Κρισαῖος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρισαίαν — Κρισαί̱ᾱν , Κρῖσα fem acc sg (attic doric aeolic) Κρισαίᾱν , Κρισαῖος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρισαίου — Κρισαί̱ου , Κρῖσα masc/neut gen sg Κρισαῖος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρισαίους — Κρισαί̱ους , Κρῖσα masc acc pl Κρισαῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)